Μονή Δαφνίου
Η περιοχή του Χαϊδαρίου ήταν σχετικά έρημη στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια, (4ο - 18ο μ.Χ. αιώνα). Η Αθήνα περιοριζόταν στην περιοχή του Θησείου και του Κεραμικού και από εκεί και πέρα απλώνονταν τα δυτικά προάστια της πόλης, όπου υπήρχαν και καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης, αγροκτήματα και ελάχιστες κατοικίες. Τα δυτικά προάστια διασχίζονταν από την αρχαία Ιερά Οδό, που παρεμένε η βασική οδική αρτηρία που οδηγούσε τους Αθηναίους στην Ελευσίνα, αλλά και την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τη Θεσσαλία. Η ημιορεινή περιοχή του Χαϊδαρίου ήταν καλυμμένη με πυκνά δάση. Εκεί βρισκόταν η μονή Δαφνίου.
Η ονομασία της μονής προέρχεται από το αρχαίο ιερό του Δαφναίου Απόλλωνα που βρισκόταν στην περιοχή, πιθανόν στο σημείο που χτίστηκε η μονή.
Κατά άλλους η ονομασία της μονής προέρχεται από κάποια πριγκίπισσα με το όνομα Δάφνη που ίδρυσε τη μονή. Σύμφωνα με το θρύλο η Δάφνη ναυάγησε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά, αλλά διασώθηκε μαζί με δώδεκα βαρέλια γεμάτα νομίσματα. Έτσι για να ευχαριστήσει την Παναγία που την έσωσε, έχτισε το μοναστήρι και έθαψε τα φλουριά που περίσσεψαν σε επτά πιθάρια στον περίβολο της μονής.
Το Καθολικό χρονολογείται στον 11ο αι. και ανήκει στον οκταγωνικό τύπο ο οποίος είναι παραλλαγή του εγγεγραμμένου σταυροειδή με τρούλο. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι οι μεγάλες διαστάσεις του τρούλου και ο τρόπος στήριξής του, που αφήνουν ενιαίο και ελεύθερο τον κεντρικό χώρο. Σύγχρονος με το ναό είναι ο νάρθηκας στη δυτική πλευρά, ενώ λίγο αργότερα προστέθηκε εξωνάρθηκας ή προστώο με όροφο που κάλυπτε επίσης τον νάρθηκα και μέρος του κυρίως ναού. Στη διάρκεια της Φραγκοκρατίας, στο μοναστήρι εγκαταστάθηκαν Λατίνοι μοναχοί (Κιστερκιανοί μοναχοί). Μετά από σοβαρές βλάβες που προκάλεσε σεισμός, οι Κιστερκιανοί μοναχοί έκαναν εκτεταμένες ανακατασκευές στον εξωνάρθηκα, ενώ η κρύπτη που βρίσκεται κάτω από το νάρθηκα μετατράπηκε σε μαυσωλείο για την ταφή των δουκών της Αθήνας.
Η μονή προστατευόταν από ισχυρό περίβολο τετράγωνου σχήματος με πλευρά περίπου 97 μέτρα, που είχε οχυρωματικό χαρακτήρα.
Δυτικά του εξωνάρθηκα προσκολλήθηκε στους όψιμους χρόνους της Τουρκοκρατίας παρεκκλήσι με την αψίδα του ιερού προς Βορρά.
Η μονή Δαφνίου χρωστάει τη μεγάλη φήμη της στα καταπληκτικά ψηφιδωτά που υπάρχουν στους τοίχους του καθολικού της. Τόσο η τεχνοτροπία όσο και η τεχνική κατασκευής τους είναι εξαιρετικής ποιότητας και καθιστούν το καθολικό του Δαφνίου ένα από τα πλέον σημαντικά βυζαντινά μνημεία του ελλαδικού χώρου, εφάμιλλο των μνημειακών ναών της Κωνσταντινούπολης. To μεγαλείο των ψηφιδωτών διατηρείται μέχρι τις μέρες μας, παρά τις επάλληλες ζημιές που έχουν υποστεί από σεισμούς το 1889, το 1894, και πιο πρόσφατα το 1981 και το 1999, και παρά τις προκάλεσαν σημαντικές αλλοιώσεις στο εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού που προκάλεσαν οι στερεωτικές εργασίες του ψηφοθέτη Fransisco Novo αμέσως μετά τον πρώτο σεισμό (1892-1897), καθώς ορισμένες παραστάσεις, κυρίως μορφές αγίων, τοποθετήθηκαν σε θέση διαφορετική από αυτήν που είχαν αρχικά, ενώ οι συμπληρώσεις και προσθήκες που έκανε κρίνονται κακότεχνες και αυθαίρετες.
Το γιατί και από ποιον χτίστηκε μια τόσο μεγαλοπρεπής μονή στο συγκεκριμένο σημείο παραμένει άγνωστο. Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στην στρατηγική θέση του μοναστηριού στο στενό πέρασμα που ελέγχει την πρόσβαση προς την Αθήνα από την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα. Αυτή η υπόθεση ενισχύεται και από την ισχυρότατη οχύρωση που το περιβάλλει.
Σtην πρώτη άλωση του Βυζαντίου (1204 -1205) από τους Σταυροφόρους το 1205 η μονή λεηλατήθηκε.
Η αττική παραδόθηκε ως φέουδο στον Όθων ντε λα Ρος (Otto de la Roche) ο οποίος παραχώρησε τη μονή στους Γάλλους Κιστερκιανούς μοναχούς οι οποίοι ανοικοδόμησαν τον Εξωνάρθηκα, πρόσθεσαν έναν περίβολο γύρω από το μοναστήρι, μετέτρεψαν τον όροφο του εξωνάρθηκα σε πολεμικό αμυντήριο επιστεφόμενο από επάλξεις και πραγματοποίησαν και άλλες αλλαγές μέχρι την εκδίωξή τους από τους Τούρκους. Το 1458 οι Τούρκοι επέστρεψαν τη μονή στους ορθόδοξους μοναχούς. Με το πέρασμα των αιώνων η μονή ερημώθηκε. Οι εργασίες αποκατάστασής της ξεκίνησαν μόλις το 1888.
Στον 19ο αι. για μικρό χρονικό διάστημα (1883-1885) στο μοναστήρι στεγάστηκε το Δημόσιο Ψυχιατρείο.
Την ίδια περίοδο το μοναστήρι επισκέφτηκε ο λόρδος Thomas Bruce Elgin (1766-1841) (είναι ο ίδιος που άρπαξε τα γλυπτά του Παρθενώνα και μία από τις καρυάτιδες αδιαφορώντας για τις φθορές που προκάλεσε η αποκόλληση τους). Ο Έλγιν αφαίρεσε τρεις Ιωνικού ρυθμού κίονες που προέρχονταν πιθανός από το ναό του Δάφνιου Απόλωνα και στήριζαν τα τοξωτά ανοίγματα της πρόσοψης του εξωνάρθηκα του καθολικού της μονής και τους έστειλε στο Βρετανικό μουσείο.
Η παράδοση λέει ότι το 1821 η μονή Δαφνίου κυριεύτηκε από τους Τούρκους. Η άλωση πραγματοποιήθηκε μέσω αβαθούς πηγαδιού που βρισκόταν έξω από τον περίβολο και συνδεόταν υπογείως με άλλα τρία πηγάδια εντός της μονής. To μυστικό αυτό πέρασμα αποκαλύφθηκε στους Τούρκους από κάποιον από τους μοναχούς! Όπως όμως λέει ο λαός μας την προδοσία πολλοί αγάπησαν (αμοιβή) τον προδότη κανείς. Μόλις κατέλαβαν τη μονή οι Τούρκοι την έκαψαν μαζί με τον προδότη μοναχό. Η φωτιά ήταν μια προσπάθεια να λιώσει ο χρυσός από τα ψηφιδωτά.
Το 1838-1839 εγκαταστάθηκαν στον χώρο Βαβαροί στρατιώτες, προκειμένου να επιτηρούν το στενό πέρασμα από και προς την Αθήνα.
To 1990 η μονή Δαφνίου εγγράφηκε στον Παγκόσμιο Κατάλογο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Έτσι, η προστασία του μνημείου εξασφαλίστηκε όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Πηγές